η ταυτότητά μας

η ταυτότητά μας

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Ένας διασυρμός που λέει πολλά


Όχι, ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι τόσο γελοίος όσο ήταν ο Ούγκο Τσάβες. Ούτε είναι απωθητικός, όπως ο Ιρανός πρώην πρωθυπουργός Μ. Αχμαντινετζάντ. Δεν προκαλεί την οργή και την απέχθεια που προκαλούσαν δικτάτορες τύπου Μουαμάρ Καντάφι.



Απλώς, ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι το υποπροϊόν μίας δήθεν αστικής τάξης η οποία, επειδή σήμερα βρίσκεται σε πλήρη κατάρρευση, μόνον αυτόν θα μπορούσε να έχει διεθνή εκπρόσωπό της.

Κατά συνέπεια, η αδυναμία του Έλληνα πρωθυπουργού να καταλάβει τι τον ρωτούσε ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον στην μεταξύ τους τηλεοπτική συνομιλία δεν χρήζει βαθύτερης ανάλυσης.



Εξάλλου,
ελάχιστοι από αυτούς που ψήφισαν τον κ. Αλ. Τσίπρα θα παρακολούθησαν το σόου που διοργάνωσε η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, η οποία χρηματοδοτεί εν μέρει το Ίδρυμα Κλίντον και όχι μόνον.



Συνεπώς, στο εσωτερικό μέτωπο η μορφωτική και παιδευτική αδυναμία του πρωθυπουργού μάλλον δεν θα έγινε αντιληπτή. Αλλά, και αν γινόταν, κανέναν δεν θα ενοχλούσε. Αντιθέτως, μία κοινωνία που δεν διαβάζει και θεωρεί την απαιδευσιά προτέρημα, βλέπει ως «δικό της παιδί» τον κύριο πρωθυπουργό.

Από την άλλη μεριά, γιατί αυτή η κοινωνία να ενοχληθεί που ο κ. Αλ. Τσίπρας εξευτέλισε την χώρα του στα μάτια κάποιων ξένων επενδυτών;



Ενδιαφέρθηκε ποτέ η ελληνική κοινωνία για την προσέλκυση επενδύσεων; Αστεία πράγματα.

Κατανάλωση με δανεικά, αρπαγή και εκβιασμοί είναι το «όραμα» των αποκαλούμενων «μη προνομιούχων» Ελλήνων, που σε ποσοστό πάνω από 90% σιτίζονται από το Δημόσιο.

Γιατί λοιπόν οι Έλληνες αυτοί να θέλουν επενδύσεις;

Τα δανεικά τούς ενδιαφέρουν και γι αυτά τούς μιλούσαν και τούς μιλάνε ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης.

Στην ελληνική εσωστρεφή και αντιφιλελεύθερη κοινωνία η ευημερία δεν νοείται ως προϊόν της παραγωγικής εργασίας και της ορθολογικής σκέψης, αλλά ως αποτέλεσμα αρπαγής.





Σήμερα, λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος δεν ενδιαφέρεται για επενδυτικά σχέδια και παραγωγικές δραστηριότητες αλλά για νέους τρόπους δανεισμού, που να δημιουργούν και νέες δυνατότητες λεηλασίας.

Υπό αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, ο πρωθυπουργός του 22% των Ελλήνων συνολικά που μπορούν να ψηφίζουν δεν θέλει ούτε επενδύσεις, ούτε βέβαια ανάπτυξη.



Διότι, για να υπάρξουν οι πρώτες και να προκύψει η δεύτερη, πρέπει να σπάσουν αν αναξιοκρατικές γραφειοκρατικές δομές, να ισοπεδωθούν ιδεολογικές αγκυλώσεις, να ανοίξουν κοινωνικά στεγανά, να προχωρήσουν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, να αλλάξουν παραγωγικές δομές.

Παρόμοιες εξελίξεις, όμως, φέρνουν τον πρωθυπουργό αντιμέτωπο με αυτούς που τον ψήφισαν.



Πολύ σωστά, λοιπόν, προβάλλοντας διεθνώς την παιδευτική του ανεπάρκεια, ο κ. Αλέξης Τσίπρας απέτρεψε τους ξένους επενδυτές να ενδιαφερθούν για την Ελλάδα.

Αυτό ήθελε, και το πέτυχε διασύροντας την χώρα του.


Θ.Παπανδρόπουλος
europeanbusiness.gr